λαγοπόδαρο

λαγοπόδαρο
tavşan ayağı

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαγοπόδαρο — το το πόδι του λαγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαγοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει πόδια όμοια με τού λαγού 2. μτφ. αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ταχύς στα πόδια 3. το ουδ. ως ουσ. το λαγοπόδαρο α) πόδι σφαγμένου λαγού ως φυλαχτό που πιστεύεται ότι φέρνει καλή τύχη, γούρι β) πόδι σφαγμένου λαγού που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”